- κίουρος
- κίουρος, ὁ,A basket for corn, or measure, Hsch. (Hebr. kiyyór 'pot, basin'.)
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κίουρος — κίουρος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) 1. δοχείο σιταριού 2. μέτρο χωρητικότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. από τη Σημιτική (πρβλ. εβρ. kiyyor «αγγείο, δοχείο»). Η λ. απαντά πιθ. στη Μυκηναϊκή με τη μορφή kiuroi = κίουροι] … Dictionary of Greek
κίουρος — basket masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)